Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Ουράλια (όρη) τα

См. также в других словарях:

  • Ουράλια — Ορεινή αλυσίδα της Ρωσίας, που εκτείνεται, σε διεύθυνση από Β προς Ν, επί 2000 και πλέον χιλιόμετρα από την αρκτική τούνδρα έως την αραλοκασπιανή στέπα. Τα όρη αυτά, που έχουν μέτριο ύψος (η ψηλότερη κορυφή Ναρόντναγια έχει ύψος 1.894 μ., αλλά το …   Dictionary of Greek

  • δουνίτης — Ποικιλία πετρώματος της οικογένειας των περιδοτιτών. Οι δ. περιέχουν 40 42% διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), 9 12% οξείδιο του σιδήρου (FeO) και 45 47% μαγνησία (MgO). Ο ιστός τους είναι ακανόνιστα κοκκώδης. Συναντώνται ως μεγάλοι όγκοι και ως… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ουράλιος — α, ο [Ουράλια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη 2. φρ. α) «ουράλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το ουράλιο» γεωλ. η νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων του, η οποία είναι αντίστοιχη τής στεφάνιας… …   Dictionary of Greek

  • αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • δεμαντοειδής — Ορυκτό με χημικό τύπο Ca3Fe2(SiO4) συνοδευόμενο από χρώμιο (Cr). Ανήκει στην κατηγορία των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. Είναι σπάνιο και όμορφο ορυκτό, πολύτιμο για τους συλλέκτες. Ο δ. έχει συνήθως πράσινο χρώμα, λόγω …   Dictionary of Greek

  • ελίτης — Ορυκτό, αποτελούμενο από ένυδρο φωσφορικό χαλκό, με χημικό τύπο 5CuO P2O5 3H2O. Έχει σμαραγδοπράσινο χρώμα, ειδικό βάρος 3,8 4,27 και σκληρότητα 1,5 2 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Απαντάται στον Ρήνο (περιοχή Eλ απ’ όπου πήρε και την… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόδωρο — Το πυριτικό ορυκτό βήρυλλος, όταν έχει τη μορφή πολύτιμου πετραδιού. Το η. είναι όμοιο με τη βήρυλλο – εκτός από το χρώμα, που είναι αποτέλεσμα παρουσίας διαφόρων εγκλείστων στην κρυσταλλική του δομή. Όταν τα έγκλειστα αυτά είναι οξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»